αποσηπομαι

αποσηπομαι
    ἀποσήπομαι
    ἀπο-σήπομαι
    (pf. act. ἀποσέσηπα) отгнивать, омертвевать
    

ἀ. ὑπὸ τοῦ ψύχους Xen. или ἀπὸ κρύους Luc. — быть отмороженным


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποσηπομαι" в других словарях:

  • αποσήπομαι — ἀποσήπομαι (Α) 1. σαπίζω τελείως 2. κάνω κάτι να σαπίσει …   Dictionary of Greek

  • ἀποσηπόμενον — ἀποσήπομαι lose by rotting pres part mp masc acc sg ἀποσήπομαι lose by rotting pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεσάπη — ἀποσήπομαι lose by rotting aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσαπείσης — ἀποσήπομαι lose by rotting aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσαπῆναι — ἀποσήπομαι lose by rotting aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσαπέν — ἀποσήπομαι lose by rotting aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσαπέντας — ἀποσήπομαι lose by rotting aor part pass masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσαπέντες — ἀποσήπομαι lose by rotting aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσαπήσεσθαι — ἀποσήπομαι lose by rotting fut inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσεσηπότες — ἀποσήπομαι lose by rotting perf part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσηπόμενος — ἀποσήπομαι lose by rotting pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»